- συνεπῆρε
- συνεπαίρωraiseaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπαίρνω — Ν 1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τόν συνεπήρε στα βαθιά το κύμα») 2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τούς συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)] … Dictionary of Greek
συνεπαίρνω — συνεπήρα, συνεπαρμένος 1. παρασύρω: Τον συνεπήρε η μόδα. 2. καταγοητεύω: Με συνεπήρε η μουσική και αφαιρέθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
Γουζέλης, Δημήτριος — (Ζάκυνθος 1774 – Τζόγια Πύργου Ηλείας 1843).Ποιητής και πατριώτης. Έμαθε αρχαία ελληνικά και λατινικά από τον σοφό και ενθουσιώδη φιλελεύθερο θείο του Αντώνιο Μαρτελάο και ιταλικά και γαλλικά από καθολικούς ιερείς. Όταν καταλύθηκε η ενετική… … Dictionary of Greek